βραχνός

βραχνός
enroué

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βραχνός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 43 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται προς τα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * ή, ό (Μ βραχνός, ή, όν) [βρογχός] 1. (για τον ήχο), τραχύς, αλλοιωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

  • βραχνός — ή, ό αυτός που έχει βραχνάδα, ο βραχνιασμένος: Ακούγεσαι βραχνός μετά το πάρτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράγχος — βράγχος, ο (Α) βραχνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείν ηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε /… …   Dictionary of Greek

  • Giannis Aggelakas — au festival Schoolwave 2007 Pays d’origine …   Wikipédia en Français

  • βραχνερός — ή, ό [βραχνός] βραχνός …   Dictionary of Greek

  • Thanassis Papakonstantinou — Thanasis Papakonstantinou (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) (born April 26, 1959, in Tyrnavos) is a Greek singer songwriter. hort biographyHe is married with two children. He studied Mechanical Engineering in Thessaloniki, which he practices as well as… …   Wikipedia

  • Thanasis Papakonstantinou — Papakonstantinou im Februar 2007 Thanasis Papakonstantinou (griechisch  Θανάσης Παπακωνσταντίνου, * 26. April 1959 in Tyrnavos, Präfektur Larisa) ist ein griechischer Singer Songwriter. Er studierte …   Deutsch Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt …   Deutsch Wikipedia

  • βραγχαλέος — βραγχαλέος, α, ον (Α) βραχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράγχος + αλέος* (πρβλ. αργαλέος, κερδαλέος)] …   Dictionary of Greek

  • βραγχός — βραγχός, ή, όν (Α) [βράγχος] βραχνός, βραχνιασμένος …   Dictionary of Greek

  • βραγχώ — βραγχῶ και βραγχιῶ ( άω) (Α) είμαι βραχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. βραγχώ πιθ. < βράγχος, αν δεν πρόκειται για μεταρρηματικό παράγωγο βραγχιώ ( άω) < βράγχος, αναλογικά προς τα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια, ενώ απίθανη θεωρείται η ετυμολόγηση του βραγχιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”